- ἡμιτμής
- ἡμι-τμής, ῆτος, ὁ, ἡ,=A
ἡμίτομος 1
, Man.4.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμίτομος 1
, Man.4.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιτμής — ἡμιτμής ῆτος, ὁ, ἡ (Α) ημιτμήξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμης (< θ. τμη τού τέμνω, πρβλ. παθ. άορ. ε τμή θην), πρβλ. ιθυ τμής, φλεβο τμής] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek